ἀχώριστα

ἀχώριστα
ἀχώριστος
not parted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… …   Dictionary of Greek

  • ἀχώριστ' — ἀχώριστα , ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc pl ἀχώριστε , ἀχώριστος not parted masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • невъмѣстимыи — (15) пр. Невместимый, не помещающийся в чем л. Перен.: чюдо преславьно велиѥ како въмѣстисѧ въ ѹтробѹ твою богъ. никако же невъмѣ||стимыи. Стих. 1156–1163, 106–106 об.; то же Мин XII (июль), 116 об.; не чьсть бо се ѹбо д҃вѣ выше ѹма и слова.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неразлоучимыи — (4*) пр. 1.Неразлучимый; неотделимый: и в простѣ особь разумѣвае(м). е(с) ѹбо в на(с) ѹмъ слово и д҃хъ. то же трое неразлучимо и равни. (ἀχώριστα) ГБ XIV, 54а; || нерасторжимый: повелѣваѥть таковомѹ ѡбрѹчению... неподвижимѹ прѣбывати и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ομοούσιος — α, ο (ΑΜ ὁμοούσιος, ον) 1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση 2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί» εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός… …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • αχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι. 2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι. 3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”